-
1 αποσπερματίζειν
-
2 ἀποσπερματίζειν
-
3 ἐκ-μιαίνω
ἐκ-μιαίνω, ganz beflecken, verunreinigen, Opp. Hal. 4, 663. – Med. bei Ar. Ran. 753 wird τὸ ἀποσπερματίζειν erkl., von der Selbstbefleckung.
-
4 ἐκμιαίνω
ἐκ-μιαίνω, ganz beflecken, verunreinigen; τὸ ἀποσπερματίζειν, von der Selbstbefleckung
См. также в других словарях:
ἀποσπερματίζειν — ἀποσπερματίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτονώ — χειροτονῶ, έω, ΝΜΑ εκκλ. διενεργώ χειροτονία νεοελλ. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ («τόν χειροτόνησε για τα καλά») μσν. αρχ. αναδεικνύω, αναγορεύω (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ. β. «πᾱς ἄρχων ὑπὸ Θεοῡ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek